- προσαύω
- Ακαίω κάτι επί πλέον («πρὶν πυρὶ θερμῷ πόδα τις προσαύση», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + αὔω «ανάβω, καίω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αύω — (I) αὔω (Α) ανάβω φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Η σημασία του ρ. αύω, η σχετική με τη φωτιά, διαφέρει από τη σημασία των συνθέτων του πρβλ. εξαύω «εξάγω, βγάζω», εξαύσαι «εξελείν» (Η σύχ.), καταύω «καθαιρώ, καταστρέφω», καταύσαι «καταντλήσαι, καταδύσαι» και… … Dictionary of Greek